αργυροειδής

From LSJ

Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist

Menander, Monostichoi, 406

Greek Monolingual

ἀργυροειδής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με άργυρο, που έχει χρώμα ασημένιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + (κατάλ.) -ειδής < είδος «μορφή, σχήμα»].