αργυροειδής

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

ἀργυροειδής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με άργυρο, που έχει χρώμα ασημένιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + (κατάλ.) -ειδής < είδος «μορφή, σχήμα»].