ἀργυροειδής
English (LSJ)
ἀργυροειδές, like silver, silvery, δῖναι E.IA752 (lyr.), Ion95 (anap.); ὕδωρ Orph.A. 599; ἀργυροειδέϊ (prob. for ἀργυροδινέϊ) χαλκῷ Tryph.98; of the pupils in disease, Hp.Prorrh.2.20.
Spanish (DGE)
(ἀργῠροειδής) ἀργυροειδές
1 plateado τύποι D.S.3.47.
2 que se asemeja a la plata, argénteo δῖναι E.IA 752, Io 95, ὕδωρ Orph.A.599, Luc.DMar.3.2, ψεκάς D.C.75.4.7, de las pupilas de los ojos, Hp.Prorrh.2.20, de una perla, Androsth.1.
French (Bailly abrégé)
ἀργυροειδής, ἀργυροειδές :
blanc ou brillant comme de l'argent.
Étymologie: ἄργυρος, εἶδος.
German (Pape)
ές, silberartig, silberfarbig, δῖναι Κασταλίας Eur. Ion. 95; ὕδωρ Orph.; Luc. D.Mar. 2; λίθος Ath. III.93c.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠροειδής: похожий на серебро, серебристый (δῖναι Κασταλίας Eur.; ὕδωρ Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠροειδής: ἀργυροειδές, ὅμοιος ἀργύρῳ, δῖναι Εὐρ. Ι. Α. 752, Ἴων 95· ὕδωρ Ὀρφ. Ἀργ. 601· ἀργυροειδέϊ χαλκῷ κατὰ τὸν (Xylander ἀργυροδινέϊ) Τρυφ. 98: - μεταφ. ἐπὶ πασχόντων ὀφθαλμῶν, Ἱππ. Προρρ. 102.
Greek Monolingual
ἀργυροειδής (ἀργυροειδοῦς), ἀργυροειδές (Α)
αυτός που μοιάζει με άργυρο, που έχει χρώμα ασημένιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + (κατάλ.) -ειδής < είδος «μορφή, σχήμα»].
Greek Monotonic
ἀργῠροειδής: -ές (εἶδος), αυτός που μοιάζει με ασήμι, με άργυρο, σε Ευρ.