αρκουδιάρης

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που εκπαιδεύει αρκούδες και τις παρουσιάζει σε θέαμα στους δρόμους
2. (ως επίθετο) ο βάναυσος στη συμπεριφορά ή ο κακοντυμένος αλήτης.