αρκύστατος

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source

Greek Monolingual

ἀρκύστατος, -η, -ον (Α)
1. ο στημένος σαν δίχτυ
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τἀ ἀρκύστατα. χώρος κλεισμένος με δίχτυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρκυς + -στατος < ίστημι].