αρμασίδουπος
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
ἁρμασίδουπος, -ον (Α)
αυτός που τρέχει θορυβωδώς με το άρμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμασι (τ. τοπικής πληθ.) + δούπος «θόρυβος»].