αρπάγη

From LSJ

μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite

Source

Greek Monolingual

η (AM ἁρπάγη) αρπάζω
1. ο γάντζος με τον οποίο σηκώνουμε δέματα
2. η τσουγκράνα
3. σύνεργο αλιευτικής
νεοελλ.
ο ιστός της αράχνης.