γάντζος
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Greek Monolingual
και γάτζος και σγάντζος
1. αρπάγη, αγκιστροειδές όργανο που χρησιμεύει για ανάρτηση ή εξάρτηση διαφόρων αντικειμένων
2. κοντάρι με σιδερένιο γάντζο στην άκρη για να τραβούν μεγάλα ψάρια πάνω στη βάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) gαnzo, ιταλ. gancio < ελλ. γαμψός. Ο τ. σγάντζος < (αιτ. πληθ.) τους γάντζους, με λανθασμένο χωρισμό τών ορίων της λέξεως].