αρπακτήρ

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

ἁρπακτήρ (-ήρος), ο (θηλ., -κτειρα) (Α) αρπάζω
ο κλέφτης.