αρπακτήρ

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407

Greek Monolingual

ἁρπακτήρ (-ήρος), ο (θηλ., -κτειρα) (Α) αρπάζω
ο κλέφτης.