αρρητοποιώ

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source

Greek Monolingual

ἀρρητοποιῶ (-έω) (AM)
κάνω ακατονόμαστες πράξεις (κυρίως για ακατονόμαστες σεξουαλικές διαστροφές).