αρσενικοθήλυκος

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

και σερνικοθήλυκος, -η, -ο
οποίος έχει γνωρίσματα και του αρσενικού και του θηλυκού, ερμαφρόδιτος.