αρτηριοτομώ

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644

Greek Monolingual

ἀρτηριοτομῶ (-έω) (Α)
1. κόβω μια αρτηρία
2. παθ. μου κόβουν μια αρτηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτηρία + -τομώ < τόμος < τέμνω.