αρτιθανής

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

ἀρτιθανής, -ές (Α)
αυτός που πέθανε πριν λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -θανής < (θ.) θαν-, έθανον (αόρ. β' του θνήσκω) (πρβλ. αειθανής].