αρτολάγανον

From LSJ

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source

Greek Monolingual

ἀρτολάγανον, το (Α)
είδος αρωματισμένου ψωμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + λάγανον «είδος γλυκίσματος ψημένου με λάδι»].