αρτολάγανον

From LSJ

ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.

Simonides of Kea

Greek Monolingual

ἀρτολάγανον, το (Α)
είδος αρωματισμένου ψωμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + λάγανον «είδος γλυκίσματος ψημένου με λάδι»].