αρχέστατος
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
Greek Monolingual
ἀρχέστατος, ο (Α)
ο πάρα πολύ αρχαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχε- + -στατος < ίστημι].
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
ἀρχέστατος, ο (Α)
ο πάρα πολύ αρχαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχε- + -στατος < ίστημι].