αρχαιοκλόπος

From LSJ

θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Source

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που κλέβει έργα αρχαίας τέχνης είτε δεν αναφέρει στις αρμόδιες αρχές την ανεύρεση αρχαιοτήτων
2. εκείνος που εμπορεύεται αρχαιότητες λαθραία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -κλοπος < κλέπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].