αρχαιοπαράδοτος

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀρχαιοπαράδοτος, -ον)
αυτός που έχει παραδοθεί από παλιά, ο παραδοσιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + παραδοτός < παραδίδωμι.