αρχοντάρης

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

ο (Μ ἀρχοντάρης) άρχων
ο μοναχός στον οποίο έχει ανατεθεί η υποδοχή και φιλοξενία των επισκεπτών και των προσκυνητών.