αρχοντογυναίκα

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

η
η αρχόντισσα, αυτή που έχει μεγαλοπρεπή και επιβλητική εξωτερική εμφάνιση.