αρχοντογυναίκα

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

η
η αρχόντισσα, αυτή που έχει μεγαλοπρεπή και επιβλητική εξωτερική εμφάνιση.