αρωγή

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀρωγή) (Α) αρήγω
η βοήθεια, η επικουρία ή η περίθαλψη
νεοελλ.
το ποσό που δίνεται ως δάνειο ή βοήθημα.