ασίγητος

From LSJ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσίγητος, -ον) σιγώ
1. αυτός που ποτέ δεν μένει σιωπηλός, αυτός που πάντα θορυβεί
2. ο αδιάκοπος.