annoyance
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. λύπη, ἡ, ἀνία, ἡ, δυσχέρεια, ἡ, ἀχθηδών, ἡ; see distress, anger.
cause annoyance, v.: P. and V. ὅχλον παρέχω, ὅχλον παρέχειν (dat.), Ar. and P. πράγματα παρέχω, πράγματα παρέχειν (dat.).