ασπιδογοργών

From LSJ

εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶν → every man in love is compliant

Source

Greek Monolingual

ἀσπιδογοργών, ο (Α)
ερπετό που τρώει την ίδια του την ουρά.