ασπιδογοργών

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

ἀσπιδογοργών, ο (Α)
ερπετό που τρώει την ίδια του την ουρά.