οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
ἀσπιδογοργών, ο (Α)ερπετό που τρώει την ίδια του την ουρά.