ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work
ἀσπιδόδουπος, -ον (Α)αυτός που προξενεί κρότο με την ασπίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς(-ίδος) + δούπος «θόρυβος»].