αστάθεια

From LSJ

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273

Greek Monolingual

η (AM ἀστάθεια) ασταθής
1. η έλλειψη σταθερότητας
2. η ιδιότητα του χαρακτήρα του ασταθή, το ευμετάβολο.