αστρομάντισσα

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

Greek Monolingual

αστρομάντης, ο (θηλ. αστρομάντισσα, η) (AM ἀστρόμαντις, ο, η)
αυτός που προλέγει τα μέλλοντα με την παρατήρηση των άστρων, ο αστρολόγος.