ασχολώ
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
ἀσχολῶ (-έω) (Α) άσχολος
1. παρέχω σε κάποιον απασχόληση, εργασία, απασχολώ
2. απασχολούμαι με δικές μου υποθέσεις, εργάζομαι.