ατίετος
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
ἀτίετος, -ον (Α)
1. παθ. αυτός που δεν τον τιμά κανείς, περιφρονημένος
2. εκείνος που δεν τιμά, που περιφρονεί κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τίω «απονέμω σε κάποιον τιμή». Ο τ. σχηματίστηκε ανωμάλως κατ' αντιδιαστολή προς το άτιτος].