ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
-η, -ο (AM ἀτίμητος, -ον) [[[ατιμώ]] (-άω)]
1. αυτός που δεν τον έχει τιμήσει κανείς, ο περιφρονημένος
2. ανεκτίμητος, πολύτιμος
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ανταμειφθεί για κάτι
2. «ἀτίμητος δίκη» — δίκη της οποίας η τιμωρία είναι ορισμένη εκ των προτέρων από τους νόμους.