ἀτίμητος
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
ἀτίμητον,
A unhonoured, despised, ὡς εἴ τιν' ἀτίμητον μετανάστην Il.9.648; οὐκ ἀτίμητος = not unrewarded, X.Hier.9.10.
II (τιμή ΙΙ) not valued or not estimated, Is.3.35: esp. δίκη ἀτίμητος = a cause in which the penalty is not assessed in court, but fixed by law beforehand, D.21.90, Aeschin.3.210; opp. τιμητός (where the penalty is settled in court), D.27.67, cf. Poll.8.54,63, Harp. s.v.; Suid. erroneously reverses this explanation.
2 invaluable, priceless, LXX Wi.7.9, Eust.781.19.
3 not assessed, IG5(1).1433.45 (Messene); not capable of being valued, ἄγαλμα Epigr.Gr.805.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. ἀτίματος IG 5(1).1433.45 (Mesenia)
• Grafía: graf. ἀτείμ- ISmyrna 757.11 (II d.C.)
I 1privado de todo derecho, indigno del emigrante μετανάστης Il.9.648, 16.59, del meteco en el marco de la πόλις Arist.Pol.1278a37, cf. Rh.1378b33.
2 privado de premio o recompensa ὁ ἀγαθόν τι εἰσηγούμενος οὐκ ἀ. ἔσται X.Hier.9.10.
II de cosas y abstr.
1 no estimado o tasado ἐάν τίς τι ἀτίμητον δῷ de una dote, Is.3.35
•libre de tasas o impuestos, IG l.c.
2 de juicios de pena no determinada, de pena no fijada en el juicio, por estarlo ya en la ley δίκη D.21.90, ἀγών Aeschin.3.210, op. τιμητός D.27.67, Poll.8.54, 63, Harp.
•pero ἀτίμητος ἀγών = juicio para el que la ley no tiene fijada una pena Sud.
3 de valor incalculable λίθος ἀτίμητος = piedra preciosa LXX Sap.7.9, ἄγαλμα ISmyrna l.c.
•fig. inestimable, inapreciable πολιτεία LXX 3Ma.3.22, τὰ γινόμενα ἐκ τῆς γῆς Ps.Dicaearch.1.2, cf. Eust.781.19.
German (Pape)
[Seite 386] nicht geehrt, verachtet, Il. 9, 648. 16, 59; vgl. Xen. Hier. 9, 10; nicht abgeschätzt, ohne angegebenen Preis, ἀτίμητόν τι δοῦναι ἕνεκα τοῦ γάμου Is. 3, 35; δίκη od. ἀγών, nach Harpocr. ᾡ πρόσεστιν ἐκ τῶν νόμων ὡρισμένον τίμημα, ὡς μηδὲν δεῖν τοὺς δικαστὰς διατιμῆσαι Aesch. 3, 210; Dem. 21, 90. 55, 18; vgl. 27, 67, wo τιμητόν, eine gesetzlich bestimmte Buße, dem ἀτίμητον entgegensteht, was die Atimie einbegreift.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 (τιμάω) non honoré, méprisé;
2 (τιμή) non évalué.
Étymologie: ἀτιμάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀτίμητος: (ῑ)
1 неуважаемый, непочитаемый, презираемый, Hom., Luc.;
2 невознагражденный (οὐκ ἀ. ἔσται Xen.);
3 не получивший оценки, неоцененный Isae.;
4 не подлежащий судебному определению (как точно предусмотренный самим законом) (δίκη Aeschin., Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτίμητος: -ον, (τῑμάω) ὁ μὴ τιμώμενος, ὁ καταφρονούμενος, ὡς εἴ τιν’ ἀτίμητον μετανάστην Ἰλ. Ι. 648., Π. 59· ἄγαλμα ἀτ. Ἐπιγρ. Ἑλλ. 805· οὐκ ἀτίμητος, οὐχὶ ἄνευ ἀμοιβῆς, Ξεν. Ἱέρ. 9, 10. ΙΙ. (τῑμὴ ΙΙ) μὴ ἐκτιμηθεὶς ἢ διατιμηθείς, δίκη ἀτίμητος, δίκη καθ’ ἣν ἡ τιμωρία δὲν ἀποφασίζεται ἐν τῷ δικαστηρίῳ, ἀλλ’ εἶναι ὑπὸ τοῦ νόμου ἐκ τῶν προτέρων ὡρισμένη, Δημ. 543. 1., 834. 28, Αἰσχίν. 84. 7· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τιμητὸς (ὁπότε ἡ ποινὴ ὡρίζετο ἐν τῷ δικαστηρίῳ), Δημ. 834. 26· «ἀτίμητος ἀγὼν καὶ τιμητός: ὁ μὲν τιμητὸς ἐφ’ ᾧ τίμημα ὡρισμένον ἐκ τῶν νόμων οὐ κεῖται, ἀλλὰ τοὺς δικαστὰς ἔδει τιμᾶσθαι ὅ τι χρὴ παθεῖν ἢ ἀποτῖσαι· ὁ δὲ ἀτίμητος τοὐναντίον ᾧ πρόσεστιν ἐκ τῶν νόμων ὡρισμένον τίμημα, ὡς μηδὲν δεῖν τοὺς δικαστὰς διατιμῆσαι. Αἰσχίνης κατὰ Κτησιφῶντος, Δημοσθένης κατὰ Μειδίου» Ἁρποκρ., πρβλ. Πολυδ. Η΄, 54, 63· ὁ Σουΐδ. ἐσφαλμένως λέγει τὰ ἐναντία. 2) ἀνεκτίμητος, ἀσύγκριτος, ἀπαράβλητος, Εὐστ. 781. 19.
English (Autenrieth)
unhonored, slighted, Il. 9.648 and Il. 16.59.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀτίμητος, -ον) [[[ατιμώ]] (-άω)]
1. αυτός που δεν τον έχει τιμήσει κανείς, ο περιφρονημένος
2. ανεκτίμητος, πολύτιμος
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ανταμειφθεί για κάτι
2. «ἀτίμητος δίκη» — δίκη της οποίας η τιμωρία είναι ορισμένη εκ των προτέρων από τους νόμους.
Greek Monotonic
ἀτίμητος: -ον (τῐμάω)·
I. ατίμητος, περιφρονημένος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. (τῑμή II), αυτός που δεν τιμάται ή δεν υπολογίζεται, δίκη ἀτίμητος, δίκη κατά την οποία η απόφαση δεν προσδιορίζεται στο δικαστήριο, αλλά έχει οριστεί από το νόμο, σε Δημ.
Middle Liddell
τιμάω
I. unhonoured, despised, Il.
II. (τῑμή II) not valued or estimated, δίκη ἀτ. a cause in which the penalty is not assessed in court, but fixed by law beforehand, Dem.