Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
ἀτημελής, -ές (Α) τημελώ1. παραμελημένος, απεριποίητος2. αμελής, απρόσεκτος.