ατμοκλίβανος

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source

Greek Monolingual

ο
συσκευή αποστείρωσης με τη χρησιμοποίηση ατμού.