ατμόληψη

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source

Greek Monolingual

η
1. λήψη ατμού
2. στρόφιγγα που επιτρέπει ή εμποδίζει την κυκλοφορία του ατμού στους ατμοσωλήνες.