ατμόλουτρο

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

το
1. γενικό ή τοπικό λουτρό με υδρατμούς ή ατμούς μεταλλικών υδάτων για θεραπευτικούς σκοπούς (αρθροπάθειες, ρευματαλγίες, νευραλγίες)
2. συσκευή έμμεσης ήπιας θέρμανσης διαφόρων ευαίσθητων ουσιών.