ατμόπλοιο

From LSJ

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source

Greek Monolingual

το
πλοίο που κινείται με ατμό, βαπόρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + πλοίο(ν). Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, (πρβλ. αγγλ. steamship). Η λ. ατμόπλοιον μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Κώδικες].