ατράπεζος
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
Greek Monolingual
ἀτράπεζος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει τραπέζι
2. ο ακοινώνητος.
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
ἀτράπεζος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει τραπέζι
2. ο ακοινώνητος.