ατράπεζος

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἀτράπεζος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει τραπέζι
2. ο ακοινώνητος.