αυλητικός
From LSJ
τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)
τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)
αὐλητικός, -ή, -όν (Α) αυλητής
1. ο κατάλληλος να εκτελεστεί με αυλό
2. ο επιδέξιος στο παίξιμο του αυλού
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ αὐλητική
η τέχνη του αυλητή.