ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
αὐλοδόκη, η (Α)η αυλοθήκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + -δόκη < δέχομαι (πρβλ. αμμοδόκη)].