αυλοκόλακας

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

ο 1. αυτός που κολακεύει τον βασιλιά ή τη βασιλική αυλή
2. κόλακας ισχυρού προσώπου.