αφηρημάδα

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source

Greek Monolingual

η αφηρημένος
1. το να είναι κανείς αφηρημένος, η έλλειψη προσοχής, η απροσεξία
2. αστόχαστη ή επιπόλαια ενέργεια.