Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
ἀχθηφόρος, -ον (Μ)επώδυνος, οδυνηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < άχθος + -φορος < φέρω.