αχλαδιά

From LSJ

Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid

Menander, Monostichoi, 316

Greek Monolingual

η
κοινή ονομασία ορισμένων ειδών του γένους Πίρος (Pirus communis), οπωροφόρων δέντρων που καλλιεργούνται σ' όλες τις εύκρατες χώρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αχλαδέα < μτγν. αχλάς < αρχ. αχράς].