αψέντι

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source

Greek Monolingual

το
1. η αψιθιά
2. οινοπνευματώδες ποτό που παρασκευάζεται από φύλλα αψιθιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. absinthe < λατ. absinthium < αρχ. αψίνθιον, υποκορ. του άψινθος].