αψίδωση

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἁψίδωσις) [αψιδώ (-ώνω)]
κατασκευή αψίδας ή σειράς αψίδων
νεοελλ.
κύρτωση, κάμψη.