ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
η (Μ ἁψίδωσις) [αψιδώ (-ώνω)]κατασκευή αψίδας ή σειράς αψίδωννεοελλ.κύρτωση, κάμψη.