Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
Full diacritics: αὐξησία | Medium diacritics: αὐξησία | Low diacritics: αυξησία | Capitals: ΑΥΞΗΣΙΑ |
Transliteration A: auxēsía | Transliteration B: auxēsia | Transliteration C: afksisia | Beta Code: au)chsi/a |
Ion. αὐξησίη, ἡ, the goddess of growth, Hdt.5.82, IG5(1).363 (i A. D.).
αὐξησία, η (Α) αύξησις
1. (επωνυμία της Δήμητρας) η θεά της αύξησης, της προκοπής των φυτών
2. η επαύξηση.