αὐτογνωσία

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source

Greek (Liddell-Scott)

αὐτογνωσία: ἡ, αὐτὴ ἡ γνῶσις, Ρήτορες (Walz) 3.476· - προσέτι, αὐτόγνωσις, ἡ, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. σ. 88, 8.